Σήμερα στην ψυχολογία υπάρχουν τόσα τεστ για τη μέτρηση της «νοημοσύνης» και της ανθρώπινης «δημιουργικότητας» όσοι και οι ειδικοί ερευνητές που επινοούν αυτά τα τεστ. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι υποβάλλονται -με ή παρά τη θέλησή τους- σε κάποια ψυχομετρική δοκιμασία ή ενδεχομένως έχουν «μετρήσει» τις νοητικές τους ικανότητες με κάποιο αμφίβολης σοβαρότητας τεστ νοημοσύνης από αυτά που υπάρχουν στο Διαδίκτυο ή σε περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας. Πρόσφατα, ωστόσο, μια ομάδα Βρετανών ερευνητών στο Κέιμπριτζ αμφισβήτησε την αξιοπιστία αυτών των τεστ μαζικής κατανάλωσης.
Η υψηλή νοημοσύνη, η δημιουργικότητα, η πρωτοτυπία, η μεγάλη ευφυΐα θεωρούνται τα πλέον αξιοθαύμαστα, αν και μάλλον σπάνια και ασαφώς προσδιορισμένα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ίσως γι’ αυτό οι σύγχρονες επιστήμες του νου (ψυχολογία και γνωσιακές επιστήμες) θέτουν ως απαραίτητη προϋπόθεση της επιστημονικότητάς τους το να είναι σε θέση να διακρίνουν αυτές τις τόσο ξεχωριστές «ικανότητες» του ανθρώπινου νου. Άραγε, οι επιστήμες του νου είναι πράγματι σε θέση να αναγνωρίζουν εγκαίρως και να μετρούν επακριβώς τέτοιες ασυνήθιστες εκδηλώσεις της ανθρώπινης νοημοσύνης;
Προφανώς, η δυνατότητα μιας επιστήμης να μετρά τη νοημοσύνη, την ευφυΐα ή τη δημιουργικότητα ενός προσώπου προϋποθέτει ότι γνωρίζει τι ακριβώς είναι αυτό που μετρά. Και εδώ αρχίζουν οι δυσκολίες, διότι ακόμη και σήμερα, και παρά τις σημαντικές προόδους που έχουν συντελεστεί, δεν διαθέτουμε έναν κοινά αποδεκτό ορισμό της νοημοσύνης, της ευφυΐας ή του ταλέντου, πόσω δε μάλλον έναν κοινά αποδεκτό τρόπο για τη μέτρησή τους! Το τι θεωρείται ως εκδήλωση «ευφυΐας» ή «ταλέντου» εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις επιστημονικές, φιλοσοφικές ή και κοινωνικές προκαταλήψεις του κάθε ερευνητή.
Δεν θα πρέπει, επομένως, να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι σήμερα υπάρχουν πολυάριθμοι ορισμοί και, επομένως, πολυάριθμοι τρόποι καταμέτρησης των νοητικών ή δημιουργικών μας ικανοτήτων. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι ερευνητές αποφεύγουν συστηματικά να κωδικοποιήσουν σε ένα μοναδικό ορισμό τις πολυποίκιλες και πολύμορφες εκδηλώσεις της ανθρώπινης νοημοσύνης.
Για να κατανοήσει κανείς τη σημερινή σύγχυση των ιδεών ως προς το ποια είναι ή ποια πρέπει να θεωρούνται τα τυπικά γνωρίσματα της «υψηλής» νοημοσύνης, οφείλει να ανατρέξει στις προγενέστερες προσπάθειες κατασκευής μιας κλίμακας αξιολόγησης των ικανοτήτων του ανθρώπινου νου. Μιας υποτίθεται καθολικά αποδεκτής κλίμακας που, σύμφωνα με τους εκάστοτε επινοητές της, θα μας επέτρεπε να διακρίνουμε με ασφάλεια ποιοι από τους συνανθρώπους μας είναι ιδιοφυείς, φυσιολογικοί ή πνευματικά ανεπαρκείς.
Ηδη από τα τέλη του 18ου αιώνα ήταν σαφές ότι όλες οι πνευματικές ικανότητες του ανθρώπου έχουν την έδρα τους στο εσωτερικό του ανθρώπινου εγκεφάλου. Και η λεγόμενη «φρενολογία» ήταν μια πρόωρη εμπειρική προσπάθεια εντοπισμού των πνευματικών ικανοτήτων του ανθρώπου πάνω στο ανθρώπινο κρανίο.
Οπως υπέθεταν τότε, πάνω στο εξωτερικό περίβλημα του εγκεφάλου, δηλαδή πάνω στο κρανίο κάθε ατόμου, αποτυπώνονται όλες οι ιδιαίτερες πνευματικές του δυνατότητες και αδυναμίες. Και σύμφωνα με τους φρενολόγους, η λεπτομερής ανατομική εξέταση ενός κρανίου τούς επέτρεπε όχι μόνο να αξιολογούν τα ιδιαίτερα πνευματικά χαρακτηριστικά κάθε ανθρώπου, αλλά και να προβλέπουν τις ενδεχόμενες εγκληματικές προδιαθέσεις του!
Τα αδιέξοδα και οι αποτυχίες μιας τόσο επιφανειακής προσέγγισης οδήγησαν κατά τα τέλη του 19ου αιώνα σε πιο «εκλεπτυσμένες» ψυχομετρικές μεθόδους. Εκείνη την εποχή εμφανίζεται το πρωτοποριακό έργο του Alfred Binet. Ο Γάλλος ψυχολόγος, εγκαταλείποντας οριστικά τις αναγωγιστικές φρενολογικές δοξασίες, θα επινοήσει ένα σύστημα ικανό να συγκρίνει τις νοητικές ικανότητες και κυρίως τις γνωστικές αδυναμίες των μαθητών. Η κλίμακα αξιολόγησης των γνωστικών ικανοτήτων ενός μαθητή προέκυπτε από τη σύγκριση της «νοητικής ηλικίας» του με την πραγματική «χρονολογική ηλικία» του. Η μέτρηση του Δείκτη Νοημοσύνης (IQ) βασίζεται σε αυτήν ακριβώς τη διάκριση: διαιρώντας τη «νοητική ηλικία» διά της «χρονολογικής ηλικίας» και πολλαπλασιάζοντας επί 100.
Ο υπολογισμός του IQ μάς επιτρέπει να καταλάβουμε αν ένας μαθητής έχει επαρκείς πνευματικές ικανότητες για να ακολουθήσει το σχολικό πρόγραμμα ή αν αντίθετα θα πρέπει να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα για παιδιά με ειδικές ανάγκες. Με άλλα λόγια, το IQ, στην αρχική του εκδοχή, ήταν μόνο ένας ασφαλής τρόπος διάγνωσης της νοητικής υστέρησης και όχι μια μέθοδος αξιολόγησης κάποιων δήθεν εξαιρετικών νοητικών ικανοτήτων!
Τις επόμενες δεκαετίες, ωστόσο, η μέτρηση του IQ θα μετατραπεί σε απόλυτη κλίμακα αξιολόγησης της νοημοσύνης και το ίδιο ισχύει για τα περισσότερα μετέπειτα τεστ νοημοσύνης. Αυτά τα τεστ επινοήθηκαν σύμφωνα με τις κοινωνικές ανάγκες, τις προκαταλήψεις, και κυρίως την ιδεολογία της αμερικανικής κοινωνίας, η οποία τον εικοστό αιώνα θα επιβληθεί ως καθολικό πρότυπο διαχείρισης κάθε αναπτυγμένης κοινωνίας.
Τις τελευταίες δεκαετίες η εντυπωσιακή πρόοδος στην έρευνα της μηχανής του νου, δηλαδή του ανθρώπινου εγκεφάλου και των λειτουργιών του, οδήγησε σε μια διαφορετική και πολύ πιο ακριβή περιγραφή των νοητικών φαινομένων. Πρόοδος που αναπόφευκτα θέτει υπό αμφισβήτηση πολλές καθιερωμένες μεθόδους μέτρησης των νοητικών ικανοτήτων.
Πρόσφατα ομάδα Βρετανών ερευνητών στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ παρουσίασε ένα εναλλακτικό και πολυδιάστατο τεστ αξιολόγησης των ανθρώπινων νοητικών ικανοτήτων. Σύμφωνα με τη γνώμη πολλών ειδικών, αυτό το τεστ επιτρέπει μια πιο αυστηρή αποτίμηση των επιμέρους γνωστικών μας ικανοτήτων, αφού στηρίζεται στη λεπτομερή καταγραφή και τον ακριβή εντοπισμό, μέσω των σύγχρονων τεχνικών απεικόνισης του εγκεφάλου, των συγκεκριμένων περιοχών και δομών του ανθρώπινου εγκεφάλου που εμπλέκονται στην επεξεργασία και στην τελική διαμόρφωση των ιδιαίτερων εκδηλώσεων της ανθρώπινης νοημοσύνης.
Θεμελιώδης παραδοχή του νέου τεστ είναι ότι δεν μπορούμε να περιορίσουμε την ανθρώπινη ευφυΐα στην επίλυση αφηρημένων γλωσσοκεντρικών ή μαθηματικών προβλημάτων. Αντίθετα, η περίπλοκη γνωσιακή μας μηχανή, ό,τι δηλαδή αποκαλούμε «ο νους μας», έχει εξελιχθεί και είναι δομημένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιλύει διάφορα καθημερινά προβλήματα.
Γι’ αυτόν τον λόγο ο Adrian Owen και οι συνεργάτες του στο Medical Research Council Cognition and Brain Sciences Unit, το περίφημο ερευνητικό κέντρο του Κέιμπριτζ, επέλεξαν να αξιολογούν τις πιο αφηρημένες ικανότητες ενός ατόμου (λεκτική και επαγωγική σκέψη) σε συνδυασμό με τις συγκεκριμένες ικανότητές του (χωρική και οπτική μνήμη εργασίας). Το νέο τεστ αποδίδει μεγάλη βαρύτητα στις δυνατότητες για οπτική και χωρική σκέψη, δηλαδή στην ικανότητα κατασκευής των βασικών νοητικών αναπαραστάσεων, αφού πάνω σε αυτές οικοδομούνται κατόπιν οι πιο αφηρημένες μορφές σκέψης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.