Ελληνικές λέξεις στην Χαβάη; Αρχαίοι Έλληνες στην Αμερική;
To 1987 το Πανεπιστήμιο της Χαϊδεμβέργης εξέδωσε το βιβλίο του Γερμανού ερευνητού N. Josephson στο οποίο περιέχονται συγκριτικοί κατάλογοι 808 Ελληνικών λέξεων και των αντιστοίχων Πολυνησιακών. Ο γλωσσικός αυτός επηρεασμός στα νησιά του Ερηνικού έγινε κατά τον Γιόζεφσον περί το 950 π.Χ. από Έλληνες αποίκους.....
Στο καινούριο συμπληρωμένο βιβλίο του κ. N. Josephson έχουν προστεθεί άλλες 300 Ελληνικής προελεύσεως λέξεις ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό των λέξεων με ελληνική ρίζα σε 1108.
ΧΑΒΑΗ | ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ||
ΠΡΟΦΟΡΑ | ΣΗΜΑΣΙΑ | ΛΕΞΗ | ΣΗΜΑΣΙΑ |
Αέτο | Αετός | Αετός | |
Αρέτο | Ψωμί | Άρτος | |
Άνγκου | πνίγομαι, λαχανιάζω | Άγχω | πιέζω, πνίγομαι |
Αρότε | Οργώνω | Αροτριάω | Οργώνω |
Αέρε | πλέω | Αείρω | σηκώνομαι, πλέω |
Χινέ | Θηλυκό | Γυνή | Γυναίκα |
Νου-Νου | Σκέψη | Νους | |
Μανάω | Σκέπτομαι | Μανθάνω | |
Μέλε | Τραγούδι | Μελωδία | |
Λαούη | Λαός | Λαός | |
Ίκι | Έρχομαι | Ικάνω | Φτάνω |
Νόκο | Ζω , κατοικώ | Ναίω | Κατοικώ |
Τάρρα (μά Τάρρα) | θάρρος | Θάρρος | |
Τάμα | ομάδα ανθρώπων κινούμενοι σε σχηματισμό (όπως στον στρατό) | Δήμος (Δωρ. Δάμος) | δήμος, περιοχή, λαός,, βαθμός ή κατάταξη στον στρατό |
Τόκο-τόκο | ξύλο, κοντάρι | Δοκός | |
χαννάου | γεννάω, γεννιέμαι | γεννάω | |
χερίκι | είδος γρασιδιού | ερείκι | ρείκι, γρασίδι |
ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ΚΕΤΣΟΥΑ | ||
Αγνός | καθαρός, ιερός | Ahnana (αχνάνα) | ιεροτελεστία, τελετή |
Άνα | ψηλά, επάνω, προς τα πάνω | Hana (άνα) | ψηλά, επάνω, πάνω μέρος |
Αύρα | αέρας, μαϊστράλι,φύσημα | Guairas (γουάϊρας) | Φούρνοι στους οποίους φυσάει δυνατά ο αέρας |
Αήρ | αέρας | waira (ουαίρα) | άνεμος, αέρας |
Απόλλων | Θεός των Ελλήνων | Apulu ή Apolo (Απούλου ή Απόλο) | Περιοχή στην επαρχία της Καουπολιακάν (Βολιβία) |
--||-- | --||-- | Apulupanpa (απουλουπάνπα) | περιοχή του Απόλλωνα |
--||-- | --||-- | Apulli (Απούλιη) | Αρμόδιος, ανώτατος άρχων |
Νέκυς | θάνατος | naka (νάκα) | σφάζω, αποκεφαλίζω |
Πύργος | οχυρό με τείχος και πολεμίστρες | pirka (πύρκα) | τείχος για απομόνωση και προστασία |
Πύρινος | φλογισμένος, καυτερός | piris (πύρις) | ειδος πιπεριάς πολύ καυτερής |
Ρήμα | ότι λέγεται, έκφραση, ρήμα | rima (ρήμα) | ομιλία, συνομιλία, λόγια |
--||-- | --||-- | rimatsi (ριμάτσι) | ο ομιλητής, |
Ρύμα | ρεύμα ύδατος, ποταμός | rimac (ρίμακ) / apurimac (απουρίμακ) | ποταμός που περνα από την Λίμα / όνομα ενός μεγάλου ποταμού του Περού ("απου" σημαίνει μεγάλος. |
ρωμαλέος / ρώμη | δυνατός, εύρωστος / δύναμη, αντοχή, σφρίγος | rumi (ρούμη) | πέτρα στερεή και ανθεκτική, σκληρό, στερεό |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.